Ο άνθρωπος είναι ον που εκ φύσεως απεχθάνεται τον πόνο. Η αλήθεια πονάει. Και τέλος η ελληνική κοινωνία φοβάται να πει την αλήθεια. Αυτές οι τρεις προκείμενες διαπλέκονται αναμφισβήτητα μεταξύ τους αφού η ελληνική κοινωνία, όπως κάθε άλλη, συνίσταται από ανθρώπινα όντα που σε καθημερινή βάση τοποθετούνται μπροστά από τον διχαλωτό δρόμο της κακίας και της αρετής ή αλλιώς του ψέματος και της αλήθειας. Δεν υπονοώ, βέβαια, πως επιλέγουν την κακία. Όχι πια τουλάχιστον. Απαρνιούνται όμως και την αρετή. Και έτσι αναπόφευκτα μένουν στάσιμοι. Τι θέλω να πω με αυτό;
Διανύουμε τον έβδομο χρόνο της ύφεσης και ακόμα εκκρεμεί ο διασαφηνισμός καίριων ζητημάτων. Ζητημάτων όχι μνημονιακών αλλά ουσιαστικών και ίσως «υπαρξιακών». Στο τρικούπειο ερώτημα που πρέπει όλοι κάποια στιγμή να θέσουμε στον εαυτό μας, «Τίς πταίει;», απαντάμε μονόφθαλμα και μυωπικά: οι πολιτικοί. Πως μπορεί, όμως, να φταίνε μόνο οι πολιτικοί;
Κατά τη διάρκεια αυτής της τόσο ξακουστής μεταπολιτευτικής τριακονταετίας ζούσαμε στα πλαίσια μιας δημοκρατικά, και υπογραμμίζω, δημοκρατικά ευνομούμενης πολιτείας. Αν ο λαός ήταν πράγματι απογοητευμένος και εξοργισμένος από τους εκάστοτε κρατούντες και τις αβελτηρίες τους γιατί δίσταζε να εξωτερικεύσει αυτή τη γενικευμένη αγανάκτηση του;
Κι όμως, όχι μόνο μετονόμαζε εκείνους τους ίδιους ανθρώπους σε «ηγέτες» και τους αντιμετώπιζε ευλαβικά σαν Μεσσίες. Όχι μόνο δεν δίστασε να καταχειροκροτήσει αυτούς χρόνια αργότερα και δηλώσεις τους αντάξιες δακρύων, αλλά το κάνει ακόμα και τώρα. Και μου προξενεί πράγματι εντύπωση πως ένας λαός τόσο πρωτοπόρος και αδάμαστος εθελοτυφλεί με τόση επιμονή μπροστά στα πιο φανερά λάθη και εμπιστεύεται ανθρώπους λαοπλάνους, που εκμεταλλευόμενοι την ευκαιριακή συγκυρία επιχειρούν να τέρψουν φιλοδοξίες εσώτερες και ατομικιστικές.
Ανθρώπους που παρέχουν φρούδες ελπίδες, ανέφικτα μετεκλογικά σενάρια και λύσεις που έχουν έμπρακτα ματαιωθεί με τον πιο οδυνηρό και ρεαλιστικό τρόπο σε πραγματικές χώρες. Το θέμα είναι ότι πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουμε πως σε κάθε σχέση (εν προκειμένω περιπτώσει στη σχέση κράτους – πολίτη) η ευθύνη είναι καθολική και όχι μονομερής. Γιατί ναι μεν οι πολιτικοί ασκούν εξουσία την οποία όμως η κοινωνία συντηρεί και πριμοδοτεί.
Η παροιμιακή σοφία του λαού δεν επιδέχεται αμφισβήτηση γι’ αυτό και θα την ασπαστώ. Η αλήθεια είναι πως «βάλαμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα ματάκια μας». Και όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουμε, τόσο το καλύτερο για εμάς και προπάντων για τη χώρα.
Είναι ουτοπικό και ανόητο στη χώρα των λίγων εκατομμυρίων με χρέος πολλών δισεκατομμυρίων (ακαθόριστο το αν ακόμα είναι βιώσιμο) να περιμένουμε η ανάπτυξη να επέλθει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Επειδή όμως νομοτελειακά κάποτε θα έρθει, θα πρέπει εκείνη τη στιγμή να κατανοήσουμε πως το μεγάλο φαγοπότι έχει παρέλθει, πως μόνο αν θυσιάσουμε το ατομικό έναντι του κρατικού συμφέροντος θα μπορέσουμε επιτέλους να πετύχουμε. Μέχρι ωστόσο τη στιγμή αυτή της εθνικής επαναφοράς απαιτείται ενότητα και σταθερότητα.
Ας λάβουμε υπόψη μας το παράδειγμα των Αθηναίων που μετά από την ταπεινωτική ήττα τους στο μακροχρόνιο Πελοποννησιακό πόλεμο, τόσο δημοκρατικοί όσο και ολιγαρχικοί, παρατάξεις που έφεραν ευθύνη για την άθλια κατάσταση της αθηναϊκής πολιτείας, αγωνίστηκαν σκληρά για την ανασυγκρότηση της πόλης τους, εξοφλώντας τα δάνεια που είχαν παρθεί προκειμένου να διασώσουν την πληγείσα τιμή τους. Και τα κατάφεραν!
Δε λέω ότι ο δρόμος που ακολουθούμε δεν είναι δύσβατος, γεμάτος δυσκολίες και θυσίες που εκ πολλών όψεων φαντάζουν αξεπέραστες. Το ίδιο δαιδαλώδης όμως είναι και ο δρόμος της αρετής – αλήθειας. Οι επιλογές που έχουμε είναι δύο. Όποια και να διαλέξουμε θα προχωρήσουμε όπως και να ‘χει είτε στην παράταση της παραπαίουσας κατάστασης που βιώνουμε εδώ και χρόνια με μηδενικές προοπτικές ανάκαμψης, είτε θα αγνοήσουμε τις κασσάνδρες και θα βαδίσουμε προς τη λεωφόρο της ανάπτυξης. Τώρα είμαστε στάσιμοι. Είναι καλό, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε τι επιθυμούμε να πράξουμε. Υπενθυμίζω μόνο πως ο Ηρακλής διάλεξε την Αρετή. Εμείς τι θα διαλέξουμε;
Connect with us